Δείτε επίσης: σπουδαίος

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική σπουδαῖος σπουδαί τὸ σπουδαῖον
      γενική τοῦ σπουδαίου τῆς σπουδαίᾱς τοῦ σπουδαίου
      δοτική τῷ σπουδαί τῇ σπουδαί τῷ σπουδαί
    αιτιατική τὸν σπουδαῖον τὴν σπουδαίᾱν τὸ σπουδαῖον
     κλητική ! σπουδαῖε σπουδαί σπουδαῖον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ σπουδαῖοι αἱ σπουδαῖαι τὰ σπουδαῖ
      γενική τῶν σπουδαίων τῶν σπουδαίων τῶν σπουδαίων
      δοτική τοῖς σπουδαίοις ταῖς σπουδαίαις τοῖς σπουδαίοις
    αιτιατική τοὺς σπουδαίους τὰς σπουδαίᾱς τὰ σπουδαῖ
     κλητική ! σπουδαῖοι σπουδαῖαι σπουδαῖ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ σπουδαίω τὼ σπουδαί τὼ σπουδαίω
      γεν-δοτ τοῖν σπουδαίοιν τοῖν σπουδαίαιν τοῖν σπουδαίοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «ὡραῖος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σπουδαῖος < σπουδ(ή) + -αῖος

  Επίθετο επεξεργασία

σπουδαῖος, -α, ον

  1. βιαστικός
  2. πρόθυμος
  3. σημαντικός, σοβαρός, αξιοσημείωτος, σπουδαίος
    ※  ἐστὶν οὖν τραγωδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας, μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ, χωρὶς ἑκάστῳ τῶν εἰδὼν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι’ ἀπαγγελίας, δι’ ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν Αριστοτέλης

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη σπουδή

  Πηγές επεξεργασία