υπόθεμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υπόθεμα < υπό- + θέμα (< τίθεμαι = τοποθετούμαι, βρίσκομαι)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαυπόθεμα ουδέτερο
- οτιδήποτε τοποθετείται ως βάση ή υποστήριγμα κάτω από κάτι άλλο
- φαρμακευτικό παρασκεύασμα στερεάς μορφής που εισάγεται με το χέρι ή με ειδικό εργαλείο στον πρωκτό ή τον κολεό, το υπόθετο
- το κατώτερο τμήμα του κορμού του δέντρου (εκεί που βρίσκονται οι ρίζες) στο οποίο προσκολλάται το εμβόλιο κατά τον εμβολιασμό, δίνοντας, έτσι, ένα νέο φυτό
- (ιατρική, εγκέφαλος) εγκεφαλικό τμήμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία υπόθεμα
|