υπόθετο
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | υπόθετο | τα | υπόθετα |
γενική | του | υπόθετου | των | υπόθετων |
αιτιατική | το | υπόθετο | τα | υπόθετα |
κλητική | υπόθετο | υπόθετα | ||
όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- υπόθετο < → λείπει η ετυμολογία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
υπόθετο ουδέτερο
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
υπόθετο