εγκέφαλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- εγκέφαλος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐγκέφαλος < ἐν + κεφαλή < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵʰebʰ-l-
- (ιθύνων νους) < (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική brain[1]
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /eŋˈɟe.fa.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐γκέ‐φα‐λος
- παλιότερος συλλαβισμός : εγ‐κέ‐φα‐λος
Ουσιαστικό
επεξεργασία


εγκέφαλος αρσενικό
- (ανατομία) το όργανο του ανθρώπου και των άλλων ζώων που βρίσκεται μέσα στο κρανίο, δέχεται και επεξεργάζεται τα σήματα των αισθητήριων οργάνων και ελέγχει μέσω του κεντρικού νευρικού συστήματος τη λειτουργία των υπόλοιπων οργάνων
- (συνεκδοχικά) κάποιος άνθρωπος με πολύ ανεπτυγμένη νοημοσύνη
- (συνεκδοχικά) ο άνθρωπος που συλλαμβάνει και κατευθύνει την εκτέλεση μιας επιχείρησης, σχεδίου κ.λπ., ο ιθύνων νους
- (συνεκδοχικά) ηλεκτρονικό εξάρτημα που τρέχει ένα λογισμικό και κατευθύνει τη λειτουργία ενός μηχανήματος (κυρίως αυτοκινήτου)
Άλλες μορφές
επεξεργασία- ἐγκέφαλος (πολυτονικό σύστημα, πριν από την ορθογραφική μεταρρύθμιση του 1982)
Συγγενικά
επεξεργασία
όπως |
→ και δείτε τη λέξη κεφάλι
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία-
εγκέφαλος στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εγκέφαλος
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ εγκέφαλος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας