Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κρανίο τα κρανία
      γενική του κρανίου των κρανίων
    αιτιατική το κρανίο τα κρανία
     κλητική κρανίο κρανία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
κρανίο(1) προβάτου

  Ετυμολογία επεξεργασία

κρανίο < αρχαία ελληνική κρανίον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κρανίο ουδέτερο

  1. (ανατομία) το σύνολο των οστών του κεφαλιού
    Το κρανίο προστατεύει τον εγκέφαλο.

Συνώνυμα επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικές λέξεις επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία