κρανιακός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κρανιακός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίακρανιακός, -ή, -ό
- σχετικός με το κρανίο
Σύνθετα
επεξεργασία- κρανιοεγκεφαλικός
- κρανιολογία, κρανιολόγος, κρανιολογικός...
- κρανιομετρία, κρανιομετρικός...
- κρανιοσκοπία, κρανιοσκοπικός...
- κρανιοτομή