κρανιολογικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κρανιολογικός < κρανιολογ(ία) + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίακρανιολογικός, -ή, -ό
- (ιατρική) σχετικός με την κρανιολογία
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κρανιολογία
Μεταφράσεις
επεξεργασία κρανιολογικός