Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κρανιολογικός η κρανιολογική το κρανιολογικό
      γενική του κρανιολογικού της κρανιολογικής του κρανιολογικού
    αιτιατική τον κρανιολογικό την κρανιολογική το κρανιολογικό
     κλητική κρανιολογικέ κρανιολογική κρανιολογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κρανιολογικοί οι κρανιολογικές τα κρανιολογικά
      γενική των κρανιολογικών των κρανιολογικών των κρανιολογικών
    αιτιατική τους κρανιολογικούς τις κρανιολογικές τα κρανιολογικά
     κλητική κρανιολογικοί κρανιολογικές κρανιολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κρανιολογικός < κρανιολογ(ία) + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

κρανιολογικός, -ή, -ό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία