craniologique
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
craniologique | craniologiques |
Επίθετο
επεξεργασίαcraniologique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη craniologie
ενικός | πληθυντικός |
craniologique | craniologiques |
craniologique (fr) αρσενικό ή θηλυκό