↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κρανιομετρικός η κρανιομετρική το κρανιομετρικό
      γενική του κρανιομετρικού της κρανιομετρικής του κρανιομετρικού
    αιτιατική τον κρανιομετρικό την κρανιομετρική το κρανιομετρικό
     κλητική κρανιομετρικέ κρανιομετρική κρανιομετρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κρανιομετρικοί οι κρανιομετρικές τα κρανιομετρικά
      γενική των κρανιομετρικών των κρανιομετρικών των κρανιομετρικών
    αιτιατική τους κρανιομετρικούς τις κρανιομετρικές τα κρανιομετρικά
     κλητική κρανιομετρικοί κρανιομετρικές κρανιομετρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κρανιομετρικός < κρανιομετρία

  Επίθετο

επεξεργασία

κρανιομετρικός, -ή, -ό


Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία