craniométrique
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kʁa.njɔ.me.tʁik/
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
craniométrique | craniométriques |
craniométrique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
craniométrique | craniométriques |
craniométrique (fr) αρσενικό ή θηλυκό