Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κρανιοεγκεφαλικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κρανιοεγκεφαλικ
ός
η
κρανιοεγκεφαλικ
ή
το
κρανιοεγκεφαλικ
ό
γενική
του
κρανιοεγκεφαλικ
ού
της
κρανιοεγκεφαλικ
ής
του
κρανιοεγκεφαλικ
ού
αιτιατική
τον
κρανιοεγκεφαλικ
ό
την
κρανιοεγκεφαλικ
ή
το
κρανιοεγκεφαλικ
ό
κλητική
κρανιοεγκεφαλικ
έ
κρανιοεγκεφαλικ
ή
κρανιοεγκεφαλικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κρανιοεγκεφαλικ
οί
οι
κρανιοεγκεφαλικ
ές
τα
κρανιοεγκεφαλικ
ά
γενική
των
κρανιοεγκεφαλικ
ών
των
κρανιοεγκεφαλικ
ών
των
κρανιοεγκεφαλικ
ών
αιτιατική
τους
κρανιοεγκεφαλικ
ούς
τις
κρανιοεγκεφαλικ
ές
τα
κρανιοεγκεφαλικ
ά
κλητική
κρανιοεγκεφαλικ
οί
κρανιοεγκεφαλικ
ές
κρανιοεγκεφαλικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
κρανιοεγκεφαλικός
<
κρανίο
+
εγκεφαλικός
Επίθετο
επεξεργασία
κρανιοεγκεφαλικός, -ή, -ό
σχετικός με το
κρανίο
και τον
εγκέφαλο
κρανιοεγκεφαλική
κάκωση
κρανιοεγκεφαλική
πίεση
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κρανιοεγκεφαλικός
γαλλικά
:
cranio-encéphalique
(fr)