↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κρανιοεγκεφαλικός η κρανιοεγκεφαλική το κρανιοεγκεφαλικό
      γενική του κρανιοεγκεφαλικού της κρανιοεγκεφαλικής του κρανιοεγκεφαλικού
    αιτιατική τον κρανιοεγκεφαλικό την κρανιοεγκεφαλική το κρανιοεγκεφαλικό
     κλητική κρανιοεγκεφαλικέ κρανιοεγκεφαλική κρανιοεγκεφαλικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κρανιοεγκεφαλικοί οι κρανιοεγκεφαλικές τα κρανιοεγκεφαλικά
      γενική των κρανιοεγκεφαλικών των κρανιοεγκεφαλικών των κρανιοεγκεφαλικών
    αιτιατική τους κρανιοεγκεφαλικούς τις κρανιοεγκεφαλικές τα κρανιοεγκεφαλικά
     κλητική κρανιοεγκεφαλικοί κρανιοεγκεφαλικές κρανιοεγκεφαλικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κρανιοεγκεφαλικός < κρανίο + εγκεφαλικός

  Επίθετο

επεξεργασία

κρανιοεγκεφαλικός, -ή, -ό

  1. σχετικός με το κρανίο και τον εγκέφαλο
    κρανιοεγκεφαλική κάκωση
    κρανιοεγκεφαλική πίεση

  Μεταφράσεις

επεξεργασία