cranio-encéphalique
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
cranio-encéphalique | cranio-encéphaliques |
Επίθετο
επεξεργασίαcranio-encéphalique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
cranio-encéphalique | cranio-encéphaliques |
cranio-encéphalique (fr) αρσενικό ή θηλυκό