πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πίεση οι πιέσεις
      γενική της πίεσης* των πιέσεων
    αιτιατική την πίεση τις πιέσεις
     κλητική πίεση πιέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, πιέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

πίεση θηλυκό

  1. (κυριολεκτικά) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του πιέζω
  2. (μεταφορικά) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του πιέζω
    1. η προσπάθεια να αναγκάσω κάποιον να κάνει κάτι παρά τη θέλησή του
    2. το να φέρνω κάποιον σε δύσκολη θέση
  3. (ιατρική) η δύναμη με την οποία το αίμα πιέζει το τοίχωμα των φλεβών ή αρτηριών εντός των οποίων ρέει

Συγγενικά

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία