τοίχωμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈti.xo.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τοί‐χω‐μα
Ουσιαστικό
επεξεργασίατοίχωμα ουδέτερο, συνήθως στον πληθυντικό
- το περίβλημα
- εσωτερική επιφάνεια κοιλότητας
- (ανατομία) ιστοί της εσωτερικής επιφάνειας οργάνων
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη τοίχος
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ τοίχωμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας