↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το -ωμα τα -ώματα
      γενική του -ώματος των -ωμάτων
    αιτιατική το -ωμα τα -ώματα
     κλητική -ωμα -ώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
-ωμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -ωμα (για ρήματα που έληγαν σε -όω)) & (λόγιο δάνειο) διαγλωσσική ορολογία -oma < λατινική -oma

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /o.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -ω‐μα

  Επίθημα

επεξεργασία

-ωμα ουδέτερο

  1. κατάληξη ουδέτερων ουσιαστικών που δηλώνουν ασθένεια ή παθολογική κατάσταση στο σημείο ή με τον τρόπο που ορζίει η πρωτότυπη λέξη
    καρκίνωμα, λίπωμα
  2. αλλά και για άλλες λέξεις με τη σημασία: σχέση με, περιοχή, μέρος
    αμάξωμα, γαλάκτωμα
  3. άλλη μορφή του -μα (για ουδέτερα ουσιαστικά που προέρχονται από ρήματα σε -ώνω και δηλώνουν το αποτέλεσμα της ενέργειας του ρήματος)
    ημερώ(νω) > ημέρωμα για θέμα με -ω(νω)
    γίν(ομαι) > γίνωμα

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Αντίστροφο λεξικό του Βικιλεξικού:
  Πατώντας εδώ θα δείτε όλες τις λέξεις του Βικιλεξικού που λήγουν σε «-ωμα»



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ -ωμᾰ τὰ -ώμᾰτ
      γενική τοῦ -ώμᾰτος τῶν -ωμᾰ́των
      δοτική τῷ -ώμᾰτ τοῖς -ώμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ -ωμᾰ τὰ -ώμᾰτ
     κλητική ! -ωμᾰ -ώμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  -ώμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  -ωμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
-ωμα < επαύξηση ω + κατάληξη -μα για ρήματα σε -όω
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: (για τους ιατρικούς όρους) διαγλωσσικοί όροι: -oma > -ωμα

  Επίθημα

επεξεργασία

-ωμα ουδέτερο

  1. κατάληξη ουδέτερων ουσιαστικών από ρήματα σε -όω
    δικαι(όω) > δικαίωμα
    πληρ(όω) > πλήρωμα
  2. και για ιατρικούς όρους
  3. καρκίν(ος) > καρκίνωμα

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.