γίνωμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γίνωμα | τα | γινώματα |
γενική | του | γινώματος | των | γινωμάτων |
αιτιατική | το | γίνωμα | τα | γινώματα |
κλητική | γίνωμα | γινώματα | ||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈʝi.no.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γί‐νω‐μα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγίνωμα ουδέτερο
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία γίνωμα
|