ωρίμασμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ωρίμασμα < ωριμάζω
Ουσιαστικό επεξεργασία
ωρίμασμα ουδέτερο (δόκιμο στον ενικό)
- η διαδικασία της ωρίμασης και το αποτέλεσμά της
- ...κι έπειτα είναι και το ωρίμασμα της σοδειάς από τη γη μας
- ...ἀπὸ τὶς διαλείψεις τοῦ Κάλβου, ἀπὸ τὸ ἀργοπορημένο καὶ ἐπίπονο ὡρίμασμα τοῦ Καβάφη (Γιώργος Σεφέρης, 1965, η Γλώσσα στην Ποίησή μας)
Μεταφράσεις επεξεργασία
ωρίμασμα
→ δείτε τη λέξη ωρίμαση |