ωρίμαση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ωρίμαση | οι | ωριμάσεις |
γενική | της | ωρίμασης* | των | ωριμάσεων |
αιτιατική | την | ωρίμαση | τις | ωριμάσεις |
κλητική | ωρίμαση | ωριμάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ωριμάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ωρίμαση < ωριμάζω
Ουσιαστικό επεξεργασία
ωρίμαση θηλυκό
- άλλη μορφή του ωρίμανση