ωριμάσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
ωριμάσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ωριμάζω
- θα ωριμάσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ωριμάζω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασία
ωριμάσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ωρίμαση