Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ωριμάσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ωριμάζω
  2. θα ωριμάσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ωριμάζω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

ωριμάσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ωρίμαση