↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ωρίμανση οι ωριμάνσεις
      γενική της ωρίμανσης* των ωριμάνσεων
    αιτιατική την ωρίμανση τις ωριμάνσεις
     κλητική ωρίμανση ωριμάνσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ωριμάνσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ωρίμανση < ωρίμαση[1] < ωριμάζω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ωρίμανση θηλυκό

  1. η διαδικασία της τελικής φάσης της ανάπτυξης, η πορεία προς την ολοκλήρωση της ανάπτυξης σε ζωικούς ή φυτικούς οργανισμούς
  2. το μέστωμα, η ωριμότητα

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Σημειώσεις

επεξεργασία
  • Η γραφή με νι (ωρίμανση αντί για ωρίμαση) θεωρείται λανθασμένη από τον Κουμανούδη[2] και τον Γεώργιο Μπαμπινιώτη, γιατί η λέξη προέρχεται από το ρήμα ωριμάζω, κατά αναλογία με το κουράζω-κούραση κ.α.[3] Παρόλα αυτά η μορφή της λέξης ωρίμανση χρησιμοποιείται ευρέως σήμερα.

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Με προσθήκη ενός ευφωνικού ν από τους λόγιους «& αναλογικά προς το αρχαίο γήρανσις (< γηράσκω, αναλογικά προς το ὑγίανσις), για να δείχνει περισσότερο “αρχαίο”». ωρίμανση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
  2. σελ. 1143, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
  3. ωρίμαση - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  • ωρίμανσηΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • ωρίμανση - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)