Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If this site has been useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
maturation
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά
(en)
1.1
Ουσιαστικό
2
Γαλλικά
(fr)
2.1
Ετυμολογία
2.2
Προφορά
2.3
Ουσιαστικό
2.3.1
Συγγενικά
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
maturation
(en)
η
ωρίμανση
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
maturation
<
λατινική
maturatio
<
maturare
(κάνω να ωριμάσει)
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
ma.ty.ʁa.sjɔ̃
/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
maturation
(fr)
θηλυκό
η
ωρίμανση
Συγγενικά
επεξεργασία
mature
maturité