Δείτε επίσης: mâture

  Επίθετο

επεξεργασία

mature (en)

Συνώνυμα

επεξεργασία

mature (en)

Συνώνυμα

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
mature < λατινική maturus (ώριμος)

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
mature matures

mature (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Ομώνυμα / Ομόηχα

επεξεργασία