mature
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
mature (en)
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΡήμαΕπεξεργασία
mature (en)
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Γαλλικά (fr)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
mature | matures |
mature (fr) αρσενικό ή θηλυκό