ripen
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | ripen |
γ΄ ενικό ενεστώτα | ripens |
αόριστος | ripened |
παθητική μετοχή | ripened |
ενεργητική μετοχή | ripening |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαripen (en) (μεταβατικό και αμετάβατο)
- ωριμάζω
- ⮡ It’s the season that the oranges/tomatoes ripen.
- Είναι η εποχή που ωριμάζουν τα πορτοκάλια/οι ντομάτες.
- ⮡ It’s the season that the oranges/tomatoes ripen.