Αγγλικά (en)Επεξεργασία

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

ripe (en)

  1. ώριμος
  2. (απαρχαιωμένο) μεθυσμένος
  3. (νομικός όρος) για μια υπόθεση που είναι έτοιμη να κριθεί από ένα δικαστήριο
  4. που έχει μια δυσάρεστη οσμή

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

ripe (en)

  1. ώριμο φρούτο ή λαχανικό

  ΡήμαΕπεξεργασία

ripe (en) (παρωχημένο)

  1. ωριμάζω