immature
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | immature |
συγκριτικός | immaturer |
υπερθετικός | immaturest |
Ετυμολογία
επεξεργασία- immature < (άμεσο δάνειο) μέση γαλλική immature < λατινική immaturus. Μορφολογικά αναλύεται σε im- + mature
Επίθετο
επεξεργασίαimmature (en)
- ανώριμος
- ⮡ an immature young man - ένας ανώριμος νέος
Πηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- immature < (κληρονομημένο) μέση γαλλική immature < λατινική immaturus[1] Μορφολογικά αναλύεται σε im- + mature
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
immature | immatures |
immature (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ immature - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé