↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ωριμότητα οι ωριμότητες
      γενική της ωριμότητας των ωριμοτήτων
    αιτιατική την ωριμότητα τις ωριμότητες
     κλητική ωριμότητα ωριμότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ωριμότητα < ὡριμότης στην καθαρεύουσα < (ελληνιστική κοινή) ὡριμότης < αρχαία ελληνική ὥριμος < ὡραῖος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /o.ɾiˈmo.ti.ta/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ωριμότητα θηλυκό (δόκιμο στον ενικό)

  1. η ιδιότητα του ώριμου
  2. υψηλό επίπεδο πνευματικής, συναισθηματικής, δημιουργικής εξέλιξης

Συγγενικά

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία