Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ωριμότητα οι ωριμότητες
      γενική της ωριμότητας των ωριμοτήτων
    αιτιατική την ωριμότητα τις ωριμότητες
     κλητική ωριμότητα ωριμότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ωριμότητα < ὡριμότης στην καθαρεύουσα < (ελληνιστική κοινή) ὡριμότης < αρχαία ελληνική ὥριμος < ὡραῖος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /o.ɾiˈmo.ti.ta/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ωριμότητα θηλυκό (δόκιμο στον ενικό)

  1. η ιδιότητα του πλήρως ανεπτυγμένου πράγματος ή ατόμου
  2. (μεταφορικά) η πνευματική εξέλιξη και συγκρότηση
  3. η υπευθυνότητα, η σοβαρότητα, η συνέπεια, η επιδεξιότητα κι άλλες θετικές αξίες στο σύνολό τους
  4. (μεταφορικά) η πλήρης σωματική, ψυχική, συναισθηματική και ιδιολογική ανάπτυξη, η οποία συμπορεύεται με το πέρασμα της ηλικίας και την απόκτηση εμπειριών

Συγγενικά επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία