Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ανωριμότητα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
ανωριμότητ
α
οι
ανωριμότητ
ες
γενική
της
ανωριμότητ
ας
των
ανωριμοτήτ
ων
αιτιατική
την
ανωριμότητ
α
τις
ανωριμότητ
ες
κλητική
ανωριμότητ
α
ανωριμότητ
ες
Κατηγορία
όπως «
σάλπιγγα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ανωριμότητα
<
ανώριμος
+
-ότητα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ανωριμότητα
θηλυκό
η
ιδιότητα
του
ανώριμου
, το να είναι κάποιος
ανώριμος
Αντώνυμα
επεξεργασία
ωριμότητα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ανωριμότητα
αγγλικά
:
immaturity
(en)
γαλλικά
:
immaturité
(fr)