Δείτε επίσης: δοκιμή, δοκίμι, δοκίμιο

  Ετυμολογία 1

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δόκιμος η δόκιμη το δόκιμο
      γενική του δόκιμου της δόκιμης του δόκιμου
    αιτιατική τον δόκιμο τη δόκιμη το δόκιμο
     κλητική δόκιμε δόκιμη δόκιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δόκιμοι οι δόκιμες τα δόκιμα
      γενική των δόκιμων των δόκιμων των δόκιμων
    αιτιατική τους δόκιμους τις δόκιμες τα δόκιμα
     κλητική δόκιμοι δόκιμες δόκιμα
Συγκρίνετε με την κλίση του ουσιαστικού δόκιμος.
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
δόκιμος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δόκιμος < δοκέω, -ῶ. Για τον «δόκιμο μοναχό», μεσαιωνική σημασία.[1]

  Επίθετο

επεξεργασία

δόκιμος, -η, -ο

  1. που περνά από ένα δοκιμαστικό στάδιο πριν αποκτήσει τα πλήρη προνόμια και υποχρεώσεις της θέσης του
    ⮡  οι δόκιμοι αξιωματικοί
    ⮡  δόκιμος μοναχός
    ⮡  δόκιμος δημόσιος υπάλληλος
    → δείτε και τις λέξεις εκπαιδευόμενος, μαθητευόμενος και υποψήφιος
  2. που έχει δοκιμαστεί, που έχει αποδείξει τις ικανότητές του
    ⮡  δόκιμος συγγραφέας
     συνώνυμα: κλασικός → δείτε και τη λέξη έγκριτος
  3. (για λέξεις και φράσεις) αποδεκτός επειδή έχει χρησιμοποιηθεί από αναγνωρισμένους συγγραφείς
     αντώνυμα: αδόκιμος
  4. (πληροφορική) βεβαιωμένης υποστατότητας (πχ. κόμβος που όντως διασυνδέει υπερπληροφορία [υπερκείμενα, υπερμέσα κτλ.])

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δόκιμος οι δόκιμοι
      γενική του δόκιμου
δοκίμου
των δόκιμων
δοκίμων
    αιτιατική τον δόκιμο τους δόκιμους
δοκίμους
     κλητική δόκιμε δόκιμοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Συγκρίνετε με την κλίση του επιθέτου δόκιμο.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
δόκιμος, ουσιαστικοποιημένο αρσενικό του επιθέτου δόκιμος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

δόκιμος αρσενικό (θηλυκό δόκιμη)

  1. (στρατιωτικός όρος) ο δόκιμος αξιωματικός: έφεδρος που υπηρετεί τη στρατιωτική του θητεία περνώντας από ένα δοκιμαστικό στάδιο πριν πάρει το βαθμό του ανθυπολοχαγού
    ⮡  ο καινούριος δόκιμος τοποθετήθηκε στο 3ο Γραφείο
  2. (θρησκεία) λαϊκός που περνά κάποιο διάστημα δοκιμαζόμενος, προκειμένου να ενταχθεί μόνιμα ως μοναχός σε μια μοναστική κοινότητα

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία



→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / δόκιμος τὸ δόκιμον
      γενική τοῦ/τῆς δοκίμου τοῦ δοκίμου
      δοτική τῷ/τῇ δοκίμ τῷ δοκίμ
    αιτιατική τὸν/τὴν δόκιμον τὸ δόκιμον
     κλητική ! δόκιμε δόκιμον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ δόκιμοι τὰ δόκιμ
      γενική τῶν δοκίμων τῶν δοκίμων
      δοτική τοῖς/ταῖς δοκίμοις τοῖς δοκίμοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς δοκίμους τὰ δόκιμ
     κλητική ! δόκιμοι δόκιμ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ δοκίμω τὼ δοκίμω
      γεν-δοτ τοῖν δοκίμοιν τοῖν δοκίμοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δόκιμος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

δόκιμος -ος, -ον

  1. δοκιμασμένος, αυτός που έχει εξετασθεί, ελεγχθεί
  2. (για πρόσωπα) εγκεκριμένος, αποδεκτός, έγκριτος
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 2 (Εὐτέρπη), 162.3
    πυθόμενος δὲ ταῦτα ὁ Ἀπρίης ἔπεμπε ἐπ᾽ Ἄμασιν ἄνδρα δόκιμον τῶν περὶ ἑωυτὸν Αἰγυπτίων, τῷ οὔνομα ἦν Πατάρβημις, ἐντειλάμενος αὐτῷ ζῶντα Ἄμασιν ἀγαγεῖν παρ᾽ ἑωυτόν.
    Μόλις τα έμαθε αυτά ο Απρίης, έστειλε στον Άμαση έναν από τους Αιγυπτίους που είχε γύρω του, ξεχωριστόν άνθρωπο, που τ᾽ όνομά του ήταν Πατάρβημις, δίνοντάς του την εντολή να του φέρει μπροστά του ζωντανό τον Άμαση.
    Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
  3. (για πράγματα) εξαίρετος, αξιοσημείωτος, αξιομνημόνευτος
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 7 (Πολύμνια), 129.2
    ὥστε ὦν ποταμῶν ἐς αὐτὴν καὶ ἄλλων συχνῶν ἐσβαλλόντων, πέντε δὲ τῶν δοκίμων μάλιστα τῶνδε, Πηνειοῦ καὶ Ἀπιδανοῦ καὶ Ὀνοχώνου καὶ Ἐνιπέος καὶ Παμίσου,
    Λοιπόν και πολλά άλλα ποτάμια χύνουν τα νερά τους σ᾽ αυτήν, αλλά προπάντων πέντε, τα πιο γνωστά: ο Πηνειός κι ο Απιδανός κι ο Ονόχωνος κι ο Ενιπεύς κι ο Πάμισος·
    Μετάφραση (1993): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr

Συγγενικά

επεξεργασία