Δείτε επίσης: ἔγκριτος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο έγκριτος η έγκριτη το έγκριτο
      γενική του έγκριτου της έγκριτης του έγκριτου
    αιτιατική τον έγκριτο την έγκριτη το έγκριτο
     κλητική έγκριτε έγκριτη έγκριτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι έγκριτοι οι έγκριτες τα έγκριτα
      γενική των έγκριτων των έγκριτων των έγκριτων
    αιτιατική τους έγκριτους τις έγκριτες τα έγκριτα
     κλητική έγκριτοι έγκριτες έγκριτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

έγκριτος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἔγκριτος (που γίνεται δεκτός) [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈeŋ.ɡɾi.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: έ‐γκρι‐τος
παλιότερος συλλαβισμός: έγ‐κρι‐τος

  Επίθετο επεξεργασία

έγκριτος, -η, -ο

  • που έχει κερδίσει την αποδοχή και την αναγνώριση όλων για την αξία του σε έναν τομέα
    ο κ. Τάδε είναι ένας έγκριτος επιστήμονας

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία