έγκριτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | έγκριτος | η | έγκριτη | το | έγκριτο |
γενική | του | έγκριτου | της | έγκριτης | του | έγκριτου |
αιτιατική | τον | έγκριτο | την | έγκριτη | το | έγκριτο |
κλητική | έγκριτε | έγκριτη | έγκριτο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | έγκριτοι | οι | έγκριτες | τα | έγκριτα |
γενική | των | έγκριτων | των | έγκριτων | των | έγκριτων |
αιτιατική | τους | έγκριτους | τις | έγκριτες | τα | έγκριτα |
κλητική | έγκριτοι | έγκριτες | έγκριτα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- έγκριτος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἔγκριτος (που γίνεται δεκτός) [1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈeŋ.ɡɾi.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έ‐γκρι‐τος
- παλιότερος συλλαβισμός : έγ‐κρι‐τος
Επίθετο επεξεργασία
έγκριτος, -η, -ο
- που έχει κερδίσει την αποδοχή και την αναγνώριση όλων για την αξία του σε έναν τομέα
- ↪ ο κ. Τάδε είναι ένας έγκριτος επιστήμονας
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη εγκρίνω
Μεταφράσεις επεξεργασία
έγκριτος
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ έγκριτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας