Δείτε επίσης: ἐγκρίνω

Ετυμολογία

επεξεργασία

εγκρίνω, πρτ.: ενέκρινα, στ.μέλλ.: θα εγκρίνω, αόρ.: ενέκρινα, παθ.φωνή: εγκρίνομαι, μτχ.π.π.: εγκεκριμένος

  1. δηλώνω επίσημα ή ανεπίσημα, προφορικά ή γραπτά, ότι αποδέχομαι και συμφωνώ με τις ενέργειες κάποιου που βρίσκεται υπό τη δικαιοδοσία μου και αυτή μου η δήλωση μπορεί να έχει νομικά ή ηθικά αποτελέσματα
      Οι γονείς δεν εγκρίνουν το γάμο της κόρης τους με αυτόν τον περίεργο τύπο.
      Φοβάμαι ότι η τράπεζα δεν θα μου εγκρίνει το δάνειο.

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία