εγκρίνω
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɛŋˈɡɾi.nɔ/
- συλλαβισμός : ε‐γκρί‐νω
- παλαιός συλλαβισμός : εγ‐κρί‐νω
ΡήμαΕπεξεργασία
εγκρίνω, πρτ.: ενέκρινα, στ.μέλλ.: θα εγκρίνω, αόρ.: ενέκρινα, παθ.φωνή: εγκρίνομαι, μτχ.π.π.: εγκεκριμένος
- δηλώνω επίσημα ή ανεπίσημα, προφορικά ή γραπτά, ότι αποδέχομαι και συμφωνώ με τις ενέργειες κάποιου που βρίσκεται υπό τη δικαιοδοσία μου και αυτή μου η δήλωση μπορεί να έχει νομικά ή ηθικά αποτελέσματα
- ↪ Οι γονείς δεν εγκρίνουν το γάμο της κόρης τους με αυτόν τον περίεργο τύπο.
- ↪ Φοβάμαι ότι η τράπεζα δεν θα μου εγκρίνει το δάνειο.