approve
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | approve |
γ΄ ενικό ενεστώτα | approves |
αόριστος | approved |
παθητική μετοχή | approved |
ενεργητική μετοχή | approving |
Ρήμα επεξεργασία
approve (en)
- εγκρίνω
- θεωρώ κάποιον ή κάτι καλό ή επιθυμητό, επιδοκιμάζω, επικροτώ