Ετυμολογία

επεξεργασία
aprobi < aprob- + -i
ρήμα aprobi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας aprobas aprobanta aprobata
αόριστος aprobis aprobinta aprobita
μέλλοντας aprobos aprobonta aprobota
υποθετική aprobus - -
προστακτική aprobu - -

aprobi (eo)

la registaro aprobis la reformon
η κυβέρνηση ενέκρινε τη μεταρρύθμιση

Αντώνυμα

επεξεργασία