↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εγκριτικός η εγκριτική το εγκριτικό
      γενική του εγκριτικού της εγκριτικής του εγκριτικού
    αιτιατική τον εγκριτικό την εγκριτική το εγκριτικό
     κλητική εγκριτικέ εγκριτική εγκριτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εγκριτικοί οι εγκριτικές τα εγκριτικά
      γενική των εγκριτικών των εγκριτικών των εγκριτικών
    αιτιατική τους εγκριτικούς τις εγκριτικές τα εγκριτικά
     κλητική εγκριτικοί εγκριτικές εγκριτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εγκριτικός < έγκρι(ση) + -τικός [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /eŋ.ɡɾi.tiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐γκρι‐τι‐κός
παλιότερος συλλαβισμός: εγ‐κρι‐τι‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

εγκριτικός -ή -ό

  • (λόγιο) που εγκρίνει
    ⮡  δημοσιεύτηκε η εγκριτική απόφαση για τη χορήγηση της έκτακτης ενίσχυσης

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία