Δείτε επίσης: ἔγκρισις
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η έγκριση οι εγκρίσεις
      γενική της έγκρισης* των εγκρίσεων
    αιτιατική την έγκριση τις εγκρίσεις
     κλητική έγκριση εγκρίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εγκρίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
έγκριση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἔγκρι(σις) + -ση < ἐγκρίνω.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε έγ- + κρίση

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈeŋ.ɡɾi.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: έ‐γκρι‐ση
τυπογραφικός συλλαβισμός: έγ‐κρι‐ση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

έγκριση θηλυκό

  • η ενέργεια και το αποτέλεσμα του εγκρίνω· η επίσημη ή ανεπίσημη, προφορική ή γραπτή, αποδοχή και συμφωνία ενός αρμόδιου (ατόμου, υπηρεσίας, αρχής) για τις μελλοντικές ενέργειες κάποιου που βρίσκεται υπό τη δικαιοδοσία του
    ⮡  οι γονείς έδωσαν την έγκρισή τους για το γάμο της ανήλικης κόρης τους
    ⮡  μόλις πήρα στα χέρια μου την έγκριση της τράπεζας και τρέχω να βγάλω τα υπόλοιπα χαρτιά για το δάνειο

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις κρίση και κρίνω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία