aval
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
aval | avals |
aval (fr) αρσενικό
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
aval | avals |
aval (fr) αρσενικό
- η τριτεγγύηση
- (μεταφορικά) η υποστήριξη, η συγκατάθεση, η έγκριση