τριτεγγύηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τριτεγγύηση | οι | τριτεγγυήσεις |
γενική | της | τριτεγγύησης* | των | τριτεγγυήσεων |
αιτιατική | την | τριτεγγύηση | τις | τριτεγγυήσεις |
κλητική | τριτεγγύηση | τριτεγγυήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, τριτεγγυήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
τριτεγγύηση θηλυκό
- η εγγύηση ενός τριτεγγυητή
Μεταφράσεις επεξεργασία
τριτεγγύηση
|