↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τριτεγγύηση οι τριτεγγυήσεις
      γενική της τριτεγγύησης* των τριτεγγυήσεων
    αιτιατική την τριτεγγύηση τις τριτεγγυήσεις
     κλητική τριτεγγύηση τριτεγγυήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, τριτεγγυήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τριτεγγύηση < τριτο- + εγγύηση (μεταφραστικό δάνειο από τη γερμανική Wechselbürgschaft)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τριτεγγύηση θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία