τριτεγγύηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τριτεγγύηση | οι | τριτεγγυήσεις |
γενική | της | τριτεγγύησης* | των | τριτεγγυήσεων |
αιτιατική | την | τριτεγγύηση | τις | τριτεγγυήσεις |
κλητική | τριτεγγύηση | τριτεγγυήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, τριτεγγυήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τριτεγγύηση < τριτο- + εγγύηση (μεταφραστικό δάνειο από τη γερμανική Wechselbürgschaft)
Ουσιαστικό
επεξεργασίατριτεγγύηση θηλυκό
- η εγγύηση ενός τριτεγγυητή
Μεταφράσεις
επεξεργασία τριτεγγύηση
|
Πηγές
επεξεργασία- τριτεγγύηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- τριτεγγύηση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- τριτεγγύηση - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)