τριτεγγυητής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τριτεγγυητής < (τριτο-) τριτ- + εγγυητής
Ουσιαστικό επεξεργασία
τριτεγγυητής αρσενικό (θηλυκό τριτεγγυήτρια)
- (νομικός όρος) τρίτο πρόσωπο που εγγυάται την πληρωμή (ενός γραμματίου, συναλλαγματικής κ.λπ.) σε κάποιον
Συγγενικά επεξεργασία
- τριτεγγύηση
- τριτεγγυήτρια
- → δείτε τις λέξεις τρίτος, τρία, εγγυητής και εγγυώμαι
Μεταφράσεις επεξεργασία
τριτεγγυητής
|