εγγυώμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εγγυώμαι < αρχαία ελληνική ἐγγυῶμαι
Ρήμα
επεξεργασίαεγγυώμαι (αποθετικό ρήμα)
- προσφέρω εγγύηση για την καλή λειτουργία μιας συσκευής και υπόσχομαι ότι θα αποκαταστήσω οποιαδήποτε βλάβη παρουσιαστεί σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα και οφείλεται σε ελάττωμα εκ κατασκευής
- προσφέρομαι ως εγγυητής υπέρ τρίτου, δηλώνω ότι θα αναλάβω τις οικονομικές υποχρεώσεις του σε περίπτωση που αυτός αδυνατεί να το πράξει
- διαβεβαιώνω κάποιον ότι θα ενεργήσω όπως έχω υποσχεθεί
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εγγυώμαι | εγγυόμουν | θα εγγυώμαι | να εγγυώμαι | ||
β' ενικ. | εγγυάσαι | εγγυόσουν | θα εγγυάσαι | να εγγυάσαι | ||
γ' ενικ. | εγγυάται | εγγυόταν | θα εγγυάται | να εγγυάται | ||
α' πληθ. | εγγυώμεθα - εγγυόμαστε | εγγυόμασταν | θα εγγυώμεθα - εγγυόμαστε | να εγγυώμεθα - εγγυόμαστε | ||
β' πληθ. | εγγυάσθε - εγγυάστε | εγγυόσασταν | θα εγγυάσθε - εγγυάστε | να εγγυάσθε - εγγυάστε | εγγυάσθε - εγγυάστε | |
γ' πληθ. | εγγυώνται | εγγυόνταν - εγγυόντουσαν | θα εγγυώνται | να εγγυώνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εγγυήθηκα | θα εγγυηθώ | να εγγυηθώ | εγγυηθεί | ||
β' ενικ. | εγγυήθηκες | θα εγγυηθείς | να εγγυηθείς | εγγυήσου | ||
γ' ενικ. | εγγυήθηκε | θα εγγυηθεί | να εγγυηθεί | |||
α' πληθ. | εγγυηθήκαμε | θα εγγυηθούμε | να εγγυηθούμε | |||
β' πληθ. | εγγυηθήκατε | θα εγγυηθείτε | να εγγυηθείτε | εγγυηθείτε | ||
γ' πληθ. | εγγυήθηκαν εγγυηθήκαν(ε) |
θα εγγυηθούν(ε) | να εγγυηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω εγγυηθεί | είχα εγγυηθεί | θα έχω εγγυηθεί | να έχω εγγυηθεί | εγγυημένος | |
β' ενικ. | έχεις εγγυηθεί | είχες εγγυηθεί | θα έχεις εγγυηθεί | να έχεις εγγυηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει εγγυηθεί | είχε εγγυηθεί | θα έχει εγγυηθεί | να έχει εγγυηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε εγγυηθεί | είχαμε εγγυηθεί | θα έχουμε εγγυηθεί | να έχουμε εγγυηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε εγγυηθεί | είχατε εγγυηθεί | θα έχετε εγγυηθεί | να έχετε εγγυηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν εγγυηθεί | είχαν εγγυηθεί | θα έχουν εγγυηθεί | να έχουν εγγυηθεί |