Δείτε επίσης: ἐγγύησις

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εγγύηση οι εγγυήσεις
      γενική της εγγύησης* των εγγυήσεων
    αιτιατική την εγγύηση τις εγγυήσεις
     κλητική εγγύηση εγγυήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εγγυήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εγγύηση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐγγύη(σις) + -ση < ἐγγύη & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική garantie η από την αγγλική guaranty[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /eŋˈɟi.i.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εγ‐γύ‐η‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εγγύηση θηλυκό

  1. υλική, ηθική ή άλλη εξασφάλιση για την τήρηση των συμφωνηθέντων
  2. γραπτή απόδειξη καλής λειτουργίας ή ποιότητας ενός πωλουμένου αγαθού
  3. διαβεβαίωση

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία