• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

συγκατάθεση

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συνώνυμα
      • 1.2.2 Συγγενικά
      • 1.2.3 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συγκατάθεση οι συγκαταθέσεις
      γενική της συγκατάθεσης* των συγκαταθέσεων
    αιτιατική τη συγκατάθεση τις συγκαταθέσεις
     κλητική συγκατάθεση συγκαταθέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, συγκαταθέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

συγκατάθεση < → λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

συγκατάθεση θηλυκό

  • η σύμφωνη γνώμη, η αποδοχή

Συνώνυμα

επεξεργασία
  • συναίνεση

Συγγενικά

επεξεργασία
  • συγκατατίθεμαι

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    συγκατάθεση
  • αγγλικά : consent (en)
  • γαλλικά : consentement (fr) , agrément (fr), approbation (fr)
  • γερμανικά : Zustimmung (de)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=συγκατάθεση&oldid=6555926"
Τελευταία επεξεργασία στις 5 Ιανουαρίου 2024, στις 20:35

Γλώσσες

    • English
    • Malagasy
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 5 Ιανουαρίου 2024, στις 20:35.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας