• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

συγκατάθεση

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συνώνυμα
      • 1.2.2 Συγγενικές λέξεις
      • 1.2.3 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συγκατάθεση οι συγκαταθέσεις
      γενική της συγκατάθεσης* των συγκαταθέσεων
    αιτιατική τη συγκατάθεση τις συγκαταθέσεις
     κλητική συγκατάθεση συγκαταθέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, συγκαταθέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

συγκατάθεση < → λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συγκατάθεση θηλυκό

  • σύμφωνη γνώμη, αποδοχή

Συνώνυμα επεξεργασία

  • συναίνεση

Συγγενικές λέξεις επεξεργασία

  • συγκατατίθεμαι

  Μεταφράσεις επεξεργασία

    συγκατάθεση
  • αγγλικά : consent (en)
  • γαλλικά : consentement (fr) , agrément (fr)
  • γερμανικά : Zustimmung (de)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=συγκατάθεση&oldid=5650779"
Τελευταία επεξεργασία στις 16 Ιανουαρίου 2023, στις 20:18

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 16 Ιανουαρίου 2023, στις 20:18.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας