approbation
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
approbation (en)
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
approbation | approbations |
approbation (fr) θηλυκό
- η επιδοκιμασία, η έγκριση, η συγκατάθεση