συγκατατίθεμαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συγκατατίθεμαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συγκατατίθεμαι μέση φωνή του συγκατατίθημι[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /siŋ.ɡa.taˈti.θe.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐γκα‐τα‐τί‐θε‐μαι
- παλιότερος συλλαβισμός : συγ‐κα‐τα‐τί‐θε‐μαι
Ρήμα επεξεργασία
συγκατατίθεμαι, αόρ.: συγκατατέθηκα, μτχ.π.π.: συγκατατεθειμένος (χωρίς ενεργητική φωνή)
- συμφωνώ, δίνω καταφατική απάντηση
Συγγενικά επεξεργασία
- συγκατάθεση
- συγκαταθετικά (επίρρημα)
- συγκαταθετικός
- συγκατατεθειμένος
→ και δείτε τις λέξεις κατατίθεμαι, συν, κατά και τίθεμαι
Κλίση επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
συγκατατίθεμαι
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ s.v. συγκατάθεση - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές επεξεργασία
- συγκατατίθεμαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- συγκατατίθεμαι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
συγκατατίθεμαι
- μέση φωνή του ρήματος συγκατατίθημι: α΄ πρόσωπο ενικού οριστικής μέσου ενεστώτα του συγκατατίθημι