κατατίθεμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κατατίθεμαι < καταθέτω
Ρήμα
επεξεργασίακατατίθεμαι
- (για έγγραφα) παραδίδομαι σε αρμόδια υπηρεσία
- το έγγραφο κατατέθηκε εν καιρώ
- το νομοσχέδιο κατατέθηκε στη Βουλή
- (για χρήματα) παραδίδομαι σε τράπεζα
- τα λεφτά κατατέθηκαν στο λογαριασμό του
- τοποθετούμαι με επισημότητα
- κατατέθηκε στέφανος στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη