τράπεζα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τράπεζα | οι | τράπεζες |
γενική | της | τράπεζας & τραπέζης |
των | τραπεζών |
αιτιατική | την | τράπεζα | τις | τράπεζες |
κλητική | τράπεζα | τράπεζες | ||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τράπεζα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τράπεζα[1] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ς προέλευσης. Δείτε και τραπέζι.
- θρησκευτικός όρος < ελληνιστική κοινή
- για τον πιστωτικό οργανισμό < σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική bank
- για τη στρογγυλή τράπεζα < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική table
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈtɾa.pe.za/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τρά‐πε‐ζα
Ουσιαστικό
επεξεργασίατράπεζα θηλυκό
- τραπέζι, συνήθως για τελετουργική χρήση
- ⮡ τράπεζα προσφορών, Αγία Τράπεζα
- (θρησκεία, αρχιτεκτονική) το κτίριο της τραπεζαρίας σ' ένα μοναστήρι
- (οικονομία) πιστωτικός οργανισμός που ασχολείται με χρηματοπιστωτικές εργασίες. Π.χ. δέχεται καταθέσεις ιδιωτών ή νομικών προσώπων, παραχωρεί δάνεια, διαχειρίζεται χαρτοφυλάκια για λογαριασμό των πελατών του κ.λπ.
- ⮡ οι καταθέσεις του στην τράπεζα εξανεμίστηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου
- (συνεκδοχικά) το κτήριο που στεγάζει ένα υποκατάστημα μιας τράπεζας
- ⮡ ο Γιάννης πετάχτηκε στην τράπεζα για κάτι δουλειές
- (γενικότερα) ένας τόπος όπου κατατίθενται προς φύλαξη υλικά ή άυλα αγαθά προκειμένου να είναι προσιτά σε μελλοντική ζήτηση
- ⮡ τράπεζα αίματος, τράπεζα σπέρματος, τράπεζα θεμάτων για εξετάσεις
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πιστωτικός οργανισμός
κτίριο με υποκατάστημα
τόπος για φύλαξη υλικών
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ τράπεζα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | τράπεζᾰ | αἱ | τράπεζαι |
γενική | τῆς | τραπέζης | τῶν | τραπεζῶν |
δοτική | τῇ | τραπέζῃ | ταῖς | τραπέζαις |
αιτιατική | τὴν | τράπεζᾰν | τὰς | τραπέζᾱς |
κλητική ὦ! | τράπεζᾰ | τράπεζαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τραπέζᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | τραπέζαιν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'θάλασσα' όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τράπεζα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *tr̥-ped-ih₂- (που έχει τρία πόδια) < *tr̥-[1] (τρία) + *pṓds (πούς, πόδι). Δείτε και τη μυκηναϊκή 𐀵𐀟𐀼 (to-pe-za).[2]
Ουσιαστικό
επεξεργασίατράπεζα θηλυκό
- (έπιπλο) το τραπέζι
- το γεύμα
- ⮡ τραπέζῃ καὶ κοίτῃ δέκεσθαι - περιποιούμαι κάποιον με γεύμα και ύπνο
- (οικονομία) τραπέζι χρηματιστή
- ⮡ ἡ ἐγγύη ἡ ἐπὶ τὴν τράπεζα (εγγύηση, ασφάλεια που δίνεται στην τράπεζα)
- → δείτε και λατινικά mensa argentaria
Εκφράσεις
επεξεργασία- Συρακοσία τράπεζα (πολυτέλεια στη ζωή)
Παράγωγα
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Αρχικά υπέθεσαν ότι προερχόταν από το *kʷtur- (τέσσερα), αλλά ο Andrew Sihler στα 1995 επισήμανε ότι τα αρχικά τραπέζια είχαν τρία πόδια! (New Comparative Grammar of Greek and Latin, Oxford, New York: Oxford University Press)
- ↑ Juan Piquero Rodríguez, "El léxico del griego micénico (LGM): Index graecitatis, estudio y actualización bibliográfica", Διδακτορική Διατριβή, UNIVERSIDAD COMPLUTENSE DE MADRID FACULTAD DE FILOLOGÍA, Departamento de Filología Griega y Lingüística Indoeuropea, 2017, σελ. 384 [1]
Πηγές
επεξεργασία- τράπεζα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τράπεζα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.