πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χρηματιστής οι χρηματιστές
      γενική του χρηματιστή των χρηματιστών
    αιτιατική τον χρηματιστή τους χρηματιστές
     κλητική χρηματιστή χρηματιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /xɾi.ma.tiˈstis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χρηματιστής

Ουσιαστικό

επεξεργασία

χρηματιστής αρσενικό (θηλυκό χρηματίστρια)

  • (επάγγελμα) που ασχολείται με το χρηματιστήριο
      -Ἐδῶ, κύριοι, βλέπετε μὲ μεγάλες ἀπορίες / τοῦ νέου δανείου τῆς «ὀψιὸν» καὶ τῆς «ὑπερημερίες» / ποῦ τό κλεισε στὸ Παρίσι ὁ κ. Βαλαωρίτης, / καὶ βάλε ὅρους, βάλε ὅρους, τὸ ὁποῖον Βαλεορίτης, / ὅπερ ἐξεκίνησε άπὸ δῶ πέρα τραπεζίτης καὶ χρηματιστὴς, / καὶ ξαναγυρίζει τώρα ὀψιοκομιστής!... (Πολύβιος Δημητρακόπουλος, Το νέον δάνειον, εφημερίδα Αθήναι, 7 Ιουλίου 1910)

Συνώνυμα

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία

χρηματιστής < χρηματίζω

Ουσιαστικό

επεξεργασία

χρηματιστής αρσενικό

  1. (επάγγελμα) ο έμπορος, εκείνος που κερδίζει χρήματα με κάποιο επάγγελμα
  2. ο διακινητής