διακινητής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ði̯a.ci.niˈtis/ & /ðʝa.ci.niˈtis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐κι‐νη‐τής
Ουσιαστικό επεξεργασία
διακινητής αρσενικό (θηλυκό διακινήτρια)
- (επάγγελμα) αυτός που διακινεί εμπορεύματα
- αυτός που διακινεί (παράνομα) ανθρώπους (διαμέσου συνόρων)