trafiquant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | trafiquant | trafiquants |
θηλυκό | trafiquante | trafiquantes |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαtrafiquant (fr) αρσενικό
- ο εμπορευόμενος
- ο διακινητής, o λαθρέμπορος
- (ειδικότερα) ο έμπορος ναρκωτικών