πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λαθρέμπορος οι λαθρέμποροι
      γενική του λαθρέμπορου
& λαθρεμπόρου
των λαθρέμπορων
& λαθρεμπόρων
    αιτιατική τον λαθρέμπορο τους λαθρέμπορους
& λαθρεμπόρους
     κλητική λαθρέμπορε λαθρέμποροι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Συγκρίνετε την κλίση του λαδέμπορας.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
λαθρέμπορος < λαθρ(ο)- + -έμπορος

Ουσιαστικό

επεξεργασία

λαθρέμπορος αρσενικό ή θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία