παράνομος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- παράνομος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παράνομος < παρά- + νόμ(ος) + -ος
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /paˈɾa.no.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρά‐νο‐μος
Επίθετο
επεξεργασία
παράνομος, -η, -ο (χωρίς παραθετικά)
- ο εκτός των ορίων του νομίμου, είτε λόγω έλλειψης των απαραίτητων προϋποθέσεων του νομίμου, είτε λόγω συμπλήρωσης των προϋποθέσεων αλλά με παρουσία επιπλέον στοιχείων που καθιστούν ρητά το σύνολο παραβατικό του νόμου
- αντίθετος με τις κοινωνικές συμβάσεις, ακόμη κι αν δεν απαγορεύεται από τους νόμους
- ⮡ Είχε μια παράνομη σχέση με τη γραμματέα του.
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
παράνομος αρσενικό
- ο ενσυνείδητος παραβάτης του νόμου, ο εκτός νόμου
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- παράνομος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- παράνομος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
παράνομος, -ος, -ον, συγκριτικός :παρανομώτερος, υπερθετικός : παρανομώτατος
Παράγωγα
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- παράνομος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- παράνομος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.