παρανόμως
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παρανόμως < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παρανόμως. Συγχρονικά αναλύεται σε παράνομ(ος) + -ως
Επίρρημα επεξεργασία
παρανόμως
Πηγές επεξεργασία
- παράνομος, παρανόμως - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παρανόμως < παράνομ(ος) + -ως
Επίρρημα επεξεργασία
παρανόμως
Πηγές επεξεργασία
- παρανόμως, παράνομος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.