Ετυμολογία

επεξεργασία
παρανόμως < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παρανόμως. Συγχρονικά αναλύεται σε παράνομ(ος) + -ως

  Επίρρημα

επεξεργασία

παρανόμως



  Ετυμολογία

επεξεργασία
παρανόμως < παράνομ(ος) + -ως

  Επίρρημα

επεξεργασία

παρανόμως